- υφελκύω
- Αβλ. ὑφέλκω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφέλκω — και ὑφελκύω Α [ἕλκω / ἑλκύω] 1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», Θουκ.) 3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων ολισθηρός 4. φρ.… … Dictionary of Greek
υφελκυσμός — ὁ, ΜΑ [ὑφέλκω / ὑφελκύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑφέλκω* … Dictionary of Greek